- μίτρα
- Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες.
Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα μαλλιά τους, καθώς και το στέμμα των ηγεμόνων της Ανατολής. Τέλος, στη χειρουργική είναι γνωστός ο ειδικός επίδεσμος που αποκαλείται μ. του Ιπποκράτη.
Η μ., ως λειτουργικό κάλυμμα, επικράτησε να φοριέται από τους επισκόπους της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και από μερικούς Ρώσους αρχιμανδρίτες, τους τρεις τελευταίους αιώνες. Σύμφωνα με μια άποψη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το στέμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα, που μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το κληρονόμησε ο Πατριάρχης. Αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και στους επίσκοπους. Από πολλούς, πάντως, εκκλησιαστικούς παράγοντες, η μ. θεωρείται σύμβολο του αγκάθινου στεφανιού, που φορέθηκε στον Ιησού πριν τη σταύρωση.
* * *(I)η (ΑΜ μίτρα, Α επικ. και ιων. τ. μίτρη)νεοελλ.-μσν.σφαιρικό, χρυσοποίκιλτο και διάλιθο λειτουργικό κάλυμμα τής κεφαλής το οποίο φέρουν σε ορισμένες ιεροτελεστίες οι επίσκοποι τής Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίαςαρχ.1. ζώνη τών πολεμιστών την οποία φορούσαν γύρω από τη μέση και κάτω από τον θώρακα2. ζώνη παρθενίας3. στηθόδεσμος4. ζώνη που φορούσαν οι παλαιστές5. χειρουργικός επίδεσμος6. ταινία για δέσιμο τών μαλλιών7. το στεφάνι τού νικητή σε αγώνες8. διακριτικό διάδημα στην πτολεμαϊκή αυλή9. διάδημα βασιλέων10. μτφ. ονομασία ωδής γραμμένης κατά τη λυδική αρμονία11. (στις ανατολικές χώρες) κάλυμμα τής κεφαλής, πιθ. είδος σαρικιού12. κάλυμμα τής κεφαλής τού Ιουδαίου αρχιερέα13. κάλυμμα τής κεφαλής τού ιερέα τού Ηρακλέους στην Κω14. η επιδιδυμίδα15. συνεκδ. σημείο εκθηλύνσεως («ἵνα μὴ 'ν κροκωτοῑς καὶ μίτραις γέρων ἀνήρ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. τής λ. είναι «δεσμός» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *mei- «δένω» — συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. mitra- «φίλος, φιλία», αβεστ. miθra- «συμβόλαιο, φίλος», λ. που μαρτυρείται στο όνομα τού θεού Μίθρα. Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνεια, πιθ. από ινδοϊρανική πηγή. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mitra, από την οποία στη συνέχεια η γαλλ. με τη μορφή mitre].————————(II)ηζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας mitridae.
Dictionary of Greek. 2013.